παστρικός — ή, ό, θηλ. και ιά 1. ο χωρίς βρομιές, καθαρός 2. μτφ. αγνός, άσπιλος, άψογος («έχει το μέτωπο παστρικό») 3. (μτφ. ειρωνικά) κακοήθης, φαύλος («παστρικό υποκείμενο») 4. το θηλ. ως ουσ. η παστρική πόρνη που δεν πάσχει από αφροδίσιο νόσημα 5. το θηλ … Dictionary of Greek
παστρικούλης — α, ικο [παστρικός] (υποκορ. τού παστρικός) κάπως παστρικός … Dictionary of Greek
παστρικούτσικος — η, ο [παστρικός] (υποκορ. τού παστρικός) παστρικούλης … Dictionary of Greek
αλέρωτος — η, o 1. αυτός που δεν λερώθηκε, καθαρός, παστρικός 2. ο ηθικά αγνός, άσπιλος, αμόλυντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λερώνω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλερωσιά] … Dictionary of Greek
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
παστρικάδα — η [παστρικός] πάστρα … Dictionary of Greek
καθάριος — α, ο επίρρ. α 1. καθαρός, παστρικός: Σήμερα φόρεσε καθάριο πουκάμισο. 2. διαυγής: Καθάριος ουρανός αστραπές δε φοβάται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)